Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


emendazióne  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [emendatˈtsjone]

1 τροποποίηση
2 βελτίωση
3 διασκευή
4 διόρθωση


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  emendatore emeralopia  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

emendamento (ουσ αρσ )
emendare (ρ. μτβ.)
emendarsi (ρ.μ. (αντων.))
emendativo (επίθ.)
emendatore (αρσ. επίθ και ουσ)
emendazione (θηλ.ουσ)
emeralopia (θηλ.ουσ)
emergente (αρσ. επίθ και ουσ)
emergenza (θηλ.ουσ)
emergere (ρ.αμτβ.)
emerito (επίθ.)
emerocallide (θηλ.ουσ)
emeroteca (θηλ.ουσ)
emersione (θηλ.ουσ)
emerso (επίθ.)
emetico (επίθ.)
emetina (θηλ.ουσ)
emettere (ρ. μτβ.)
emettitore (ουσ αρσ )
emi– (πρθμ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---