Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


emendàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [emenˈdare]

1 τροποποιώ
2 διορθώνω
3 βελτιώνω

emendarsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [emenˈdarsi]

1 αλλάζω σελίδα στη ζωή μου
2 διορθώνομαι
3 βελτιώνομαι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  emendamento emendativo  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

embrionico (επίθ.)
embrocazione (θηλ.ουσ)
emenda (θηλ.ουσ)
emendabile (επίθ.)
emendamento (ουσ αρσ )
emendare (ρ. μτβ.)
emendarsi (ρ.μ. (αντων.))
emendativo (επίθ.)
emendatore (αρσ. επίθ και ουσ)
emendazione (θηλ.ουσ)
emeralopia (θηλ.ουσ)
emergente (αρσ. επίθ και ουσ)
emergenza (θηλ.ουσ)
emergere (ρ.αμτβ.)
emerito (επίθ.)
emerocallide (θηλ.ουσ)
emeroteca (θηλ.ουσ)
emersione (θηλ.ουσ)
emerso (επίθ.)
emetico (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---