Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


emersióne  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [emerˈsjone]

1 προβολή
2 εμφάνιση
3 ανάδυση στο προσκήνιο


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  emeroteca emerso  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

emergenza (θηλ.ουσ)
emergere (ρ.αμτβ.)
emerito (επίθ.)
emerocallide (θηλ.ουσ)
emeroteca (θηλ.ουσ)
emersione (θηλ.ουσ)
emerso (επίθ.)
emetico (επίθ.)
emetina (θηλ.ουσ)
emettere (ρ. μτβ.)
emettitore (ουσ αρσ )
emi– (πρθμ.)
emicefalia (θηλ.ουσ)
emiciclo (ουσ αρσ )
emicrania (θηλ.ουσ)
emicrania (θηλ.ουσ)
emiedrico (επίθ.)
emigrante (ουσ αρσ )
emigrante (επίθ.)
emigrare (ρ.αμτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---