Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Αποσαφήνιση


Η αναζήτηση σας έδωσε περισσότερα αποτελέσματα:
  • emicrània (θηλ.ουσ) mal di testa
  • emicranìa (θηλ.ουσ) deformazione fetale ΣΕ ΑΥΤΗ ΤΗ ΣΕΛΙΔΑ


emicranìa  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [emikraˈnia]

η ημικρανία


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  emicrania emiedrico  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

emettitore (ουσ αρσ )
emi– (πρθμ.)
emicefalia (θηλ.ουσ)
emiciclo (ουσ αρσ )
emicrania (θηλ.ουσ)
emicrania (θηλ.ουσ)
emiedrico (επίθ.)
emigrante (ουσ αρσ )
emigrante (επίθ.)
emigrare (ρ.αμτβ.)
emigrato (αρσ. επίθ και ουσ)
emigratorio (επίθ.)
emigrazione (θηλ.ουσ)
emiliano (αρσ. επίθ και ουσ)
eminente (επίθ.)
eminentemente (επίρ.)
eminentissimo (επίθ.)
eminenza (θηλ.ουσ)
emiono (ουσ αρσ )
emiopia (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---