Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


emigrazióne  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [emigratˈtsjone]

1 ξενιτεμός
2 αποδημία
3 μετανάστευση
4 μισεμός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  emigratorio emiliano  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

emigrante (ουσ αρσ )
emigrante (επίθ.)
emigrare (ρ.αμτβ.)
emigrato (αρσ. επίθ και ουσ)
emigratorio (επίθ.)
emigrazione (θηλ.ουσ)
emiliano (αρσ. επίθ και ουσ)
eminente (επίθ.)
eminentemente (επίρ.)
eminentissimo (επίθ.)
eminenza (θηλ.ουσ)
emiono (ουσ αρσ )
emiopia (θηλ.ουσ)
emiparesi (θηλ.ουσ)
emiplegia (θηλ.ουσ)
emiplegico (αρσ. επίθ και ουσ)
emirato (ουσ αρσ )
emiro (ουσ αρσ )
emisferico (επίθ.)
emisferio (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---