Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


emisferio  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [emisˈfɛrjo]

ημισφαίριο


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  emisferico emisfero  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

emiplegia (θηλ.ουσ)
emiplegico (αρσ. επίθ και ουσ)
emirato (ουσ αρσ )
emiro (ουσ αρσ )
emisferico (επίθ.)
emisferio (ουσ αρσ )
emisfero (ουσ αρσ )
emissario (ουσ αρσ )
emissione (θηλ.ουσ)
emissività (θηλ.ουσ)
emissivo (επίθ.)
emistichio (ουσ αρσ )
emitriteo (ουσ αρσ )
emittente (ουσ αρσ και θηλ.)
emittente (επίθ.)
emitteri (ουσ αρσ πληθ.)
emme (ουσ αρσ και θηλ.)
emmenagogo (επίθ.)
emmental (ουσ αρσ )
emmenthal (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---