Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


emmenagògo  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [em,menaˈgɔgo]

εμμηναγωγός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  emme emmental  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

emitriteo (ουσ αρσ )
emittente (ουσ αρσ και θηλ.)
emittente (επίθ.)
emitteri (ουσ αρσ πληθ.)
emme (ουσ αρσ και θηλ.)
emmenagogo (επίθ.)
emmental (ουσ αρσ )
emmenthal (ουσ αρσ )
emmetrope (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
emmetropia (θηλ.ουσ)
emmetropico (αρσ. επίθ και ουσ)
emoclasia (θηλ.ουσ)
emodialisi (θηλ.ουσ)
emodinamometro (ουσ αρσ )
emofilia (θηλ.ουσ)
emofiliaco (αρσ. επίθ και ουσ)
emofilico (αρσ. επίθ και ουσ)
emofobia (θηλ.ουσ)
emoftalmia (θηλ.ουσ)
emoglobina (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---