Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


emmetròpico  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [emmeˈtrɔpiko]

ο της φυσιολογικής τέλειας όρασης


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  emmetropia emoclasia  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

emmenagogo (επίθ.)
emmental (ουσ αρσ )
emmenthal (ουσ αρσ )
emmetrope (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
emmetropia (θηλ.ουσ)
emmetropico (αρσ. επίθ και ουσ)
emoclasia (θηλ.ουσ)
emodialisi (θηλ.ουσ)
emodinamometro (ουσ αρσ )
emofilia (θηλ.ουσ)
emofiliaco (αρσ. επίθ και ουσ)
emofilico (αρσ. επίθ και ουσ)
emofobia (θηλ.ουσ)
emoftalmia (θηλ.ουσ)
emoglobina (θηλ.ουσ)
emoglobinuria (θηλ.ουσ)
emolisi (θηλ.ουσ)
emolisina (θηλ.ουσ)
emolitico (επίθ.)
emolliente (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---