Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


emodinamòmetro  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [,ɛmodinaˈmɔmetro]

1 πιεσόμετρο
2 σφυγμομανόμετρο


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  emodialisi emofilia  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

emmetrope (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
emmetropia (θηλ.ουσ)
emmetropico (αρσ. επίθ και ουσ)
emoclasia (θηλ.ουσ)
emodialisi (θηλ.ουσ)
emodinamometro (ουσ αρσ )
emofilia (θηλ.ουσ)
emofiliaco (αρσ. επίθ και ουσ)
emofilico (αρσ. επίθ και ουσ)
emofobia (θηλ.ουσ)
emoftalmia (θηλ.ουσ)
emoglobina (θηλ.ουσ)
emoglobinuria (θηλ.ουσ)
emolisi (θηλ.ουσ)
emolisina (θηλ.ουσ)
emolitico (επίθ.)
emolliente (επίθ.)
emolumento (ουσ αρσ )
emometria (θηλ.ουσ)
emometro (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---