Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


emoglobìna  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [,ɛmogloˈbina]

Αιμοσφαιρίνη


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  emoftalmia emoglobinuria  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

emofilia (θηλ.ουσ)
emofiliaco (αρσ. επίθ και ουσ)
emofilico (αρσ. επίθ και ουσ)
emofobia (θηλ.ουσ)
emoftalmia (θηλ.ουσ)
emoglobina (θηλ.ουσ)
emoglobinuria (θηλ.ουσ)
emolisi (θηλ.ουσ)
emolisina (θηλ.ουσ)
emolitico (επίθ.)
emolliente (επίθ.)
emolumento (ουσ αρσ )
emometria (θηλ.ουσ)
emometro (ουσ αρσ )
emopoiesi (θηλ.ουσ)
emopoietico (επίθ.)
emorragia (θηλ.ουσ)
emorragico (επίθ.)
emorroidale (επίθ.)
emorroidario (αρσ. επίθ και ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---