Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόemmètrope
αρσενικό και θηλ επίθετο και ουσιαστικό Προσφορά I.P.A.: [emˈmɛtrope] 1 ο της τέλειας φυσιολογικής όρασης 2 εμμετρωπικός permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |