Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόemittènte
ουσιαστικό αρσενικό και θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [emitˈtɛnte] (radio, tv) ο πομπός emittènte επίθετο Προσφορά I.P.A.: [emitˈtɛnte] 1 εκπέμπων 2 εκδίδων 3 που εκπέμπει πρόγραμμα permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |