Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


emiparèsi, emipàresi  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [emipaˈrɛzi], [emiˈparezi]

1 ημιπάρεσις
2 ημιπληγία


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  emiopia emiplegia  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

eminentemente (επίρ.)
eminentissimo (επίθ.)
eminenza (θηλ.ουσ)
emiono (ουσ αρσ )
emiopia (θηλ.ουσ)
emiparesi (θηλ.ουσ)
emiplegia (θηλ.ουσ)
emiplegico (αρσ. επίθ και ουσ)
emirato (ουσ αρσ )
emiro (ουσ αρσ )
emisferico (επίθ.)
emisferio (ουσ αρσ )
emisfero (ουσ αρσ )
emissario (ουσ αρσ )
emissione (θηλ.ουσ)
emissività (θηλ.ουσ)
emissivo (επίθ.)
emistichio (ουσ αρσ )
emitriteo (ουσ αρσ )
emittente (ουσ αρσ και θηλ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---