Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόemiparèsi, emipàresi
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [emipaˈrɛzi], [emiˈparezi] 1 ημιπάρεσις 2 ημιπληγία permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |