Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


eminènte  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [emiˈnɛnte]

1 εξαιρετικός
2 εκλεκτός
3 διαπρεπής
4 έγκριτος
5 ξεχωριστός
6 εξαίρετος
7 εξέχων
8 διακεκριμένος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  emiliano eminentemente  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

emigrare (ρ.αμτβ.)
emigrato (αρσ. επίθ και ουσ)
emigratorio (επίθ.)
emigrazione (θηλ.ουσ)
emiliano (αρσ. επίθ και ουσ)
eminente (επίθ.)
eminentemente (επίρ.)
eminentissimo (επίθ.)
eminenza (θηλ.ουσ)
emiono (ουσ αρσ )
emiopia (θηλ.ουσ)
emiparesi (θηλ.ουσ)
emiplegia (θηλ.ουσ)
emiplegico (αρσ. επίθ και ουσ)
emirato (ουσ αρσ )
emiro (ουσ αρσ )
emisferico (επίθ.)
emisferio (ουσ αρσ )
emisfero (ουσ αρσ )
emissario (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---