Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


emigràto  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [emiˈgrato]

1 απόδημος
2 μετανάστης


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  emigrare emigratorio  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

emicrania (θηλ.ουσ)
emiedrico (επίθ.)
emigrante (ουσ αρσ )
emigrante (επίθ.)
emigrare (ρ.αμτβ.)
emigrato (αρσ. επίθ και ουσ)
emigratorio (επίθ.)
emigrazione (θηλ.ουσ)
emiliano (αρσ. επίθ και ουσ)
eminente (επίθ.)
eminentemente (επίρ.)
eminentissimo (επίθ.)
eminenza (θηλ.ουσ)
emiono (ουσ αρσ )
emiopia (θηλ.ουσ)
emiparesi (θηλ.ουσ)
emiplegia (θηλ.ουσ)
emiplegico (αρσ. επίθ και ουσ)
emirato (ουσ αρσ )
emiro (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---