Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


emerocàllide  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [emeroˈkallide]

φυτό γένους Hemerocallis με λευκά λουλούδια που ζουν μια ημέρα Hemerocallis fulva


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  emerito emeroteca  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

emeralopia (θηλ.ουσ)
emergente (αρσ. επίθ και ουσ)
emergenza (θηλ.ουσ)
emergere (ρ.αμτβ.)
emerito (επίθ.)
emerocallide (θηλ.ουσ)
emeroteca (θηλ.ουσ)
emersione (θηλ.ουσ)
emerso (επίθ.)
emetico (επίθ.)
emetina (θηλ.ουσ)
emettere (ρ. μτβ.)
emettitore (ουσ αρσ )
emi– (πρθμ.)
emicefalia (θηλ.ουσ)
emiciclo (ουσ αρσ )
emicrania (θηλ.ουσ)
emicrania (θηλ.ουσ)
emiedrico (επίθ.)
emigrante (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---