Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


emènda  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [eˈmɛnda]

1 βελτίωση
2 τροποποίηση
3 διασκευή
4 τροπολογία
5 διασκευή
6 διόρθωση


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  embrocazione emendabile  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

embriologo (ουσ αρσ )
embrionale (επίθ.)
embrione (ουσ αρσ )
embrionico (επίθ.)
embrocazione (θηλ.ουσ)
emenda (θηλ.ουσ)
emendabile (επίθ.)
emendamento (ουσ αρσ )
emendare (ρ. μτβ.)
emendarsi (ρ.μ. (αντων.))
emendativo (επίθ.)
emendatore (αρσ. επίθ και ουσ)
emendazione (θηλ.ουσ)
emeralopia (θηλ.ουσ)
emergente (αρσ. επίθ και ουσ)
emergenza (θηλ.ουσ)
emergere (ρ.αμτβ.)
emerito (επίθ.)
emerocallide (θηλ.ουσ)
emeroteca (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---