Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

ectoplàsma (ουσ αρσ ) edificatóre (επίθ.)
ectoplasmàtico (επίθ.) edificatòrio (επίθ.)
ecuadoriàno (αρσ. επίθ και ουσ) edificazióne (θηλ.ουσ)
ecumène (θηλ.ουσ) edifìcio (ουσ αρσ )
ecumenicità (θηλ.ουσ) edìle, èdile (ουσ αρσ )
ecumènico (επίθ.) edìle, èdile (επίθ.)
ecumenìsmo (ουσ αρσ ) edilìzia (θηλ.ουσ)
eczèma (ουσ αρσ ) edilìzio (επίθ.)
eczematóso (αρσ. επίθ και ουσ) Edimbùrgo (κύρ.όν. αρσ.)
edàce (επίθ.) edìpico (επίθ.)
edelweiss (ουσ αρσ ) edìpo (ουσ αρσ )
edèma, èdema (ουσ αρσ ) èdito (επίθ.)
edemàtico (επίθ.) editóre (ουσ αρσ )
edematóso (αρσ. επίθ και ουσ) editorìa (θηλ.ουσ)
èden (ουσ αρσ ) editoriàle (ουσ αρσ )
edènico (επίθ.) editoriàle (επίθ.)
édera, èdera (θηλ.ουσ) editorialìsta (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
edìcola (θηλ.ουσ) edittàle (επίθ.)
edicolànte (ουσ αρσ και θηλ.) edìtto (ουσ αρσ )
edicolìsta (ουσ αρσ και θηλ.) edizióne (θηλ.ουσ)
edificàbile (επίθ.) edochiàno (αρσ. επίθ και ουσ)
edificànte (επίθ.) edonìsmo (ουσ αρσ )
edificàre (ρ. μτβ.) edonìsta (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
edificarsi (ρ.μ. (αντων.)) edonìstico (επίθ.)
edificatóre (ουσ αρσ ) edòtto (επίθ.)

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: