Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


ectoplàsma  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ektoˈplazma]

εκτόπλασμα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ectopico ectoplasmatico  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

ectipo (ουσ αρσ )
ectipografia (θηλ.ουσ)
ectoderma (ουσ αρσ )
ectopia (θηλ.ουσ)
ectopico (επίθ.)
ectoplasma (ουσ αρσ )
ectoplasmatico (επίθ.)
ecuadoriano (αρσ. επίθ και ουσ)
ecumene (θηλ.ουσ)
ecumenicità (θηλ.ουσ)
ecumenico (επίθ.)
ecumenismo (ουσ αρσ )
eczema (ουσ αρσ )
eczematoso (αρσ. επίθ και ουσ)
edace (επίθ.)
edelweiss (ουσ αρσ )
edema (ουσ αρσ )
edematico (επίθ.)
edematoso (αρσ. επίθ και ουσ)
eden (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---