Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόectòpico
επίθετο Προσφορά I.P.A.: [ekˈtɔpiko] 1 εκτοπικός 2 εκτός σωστής θέσης ή τόπου permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |