Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


ecuadoriàno  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [ekwadoˈrjano]

κάτοικος Ισημερινού


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ectoplasmatico ecumene  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

ectoderma (ουσ αρσ )
ectopia (θηλ.ουσ)
ectopico (επίθ.)
ectoplasma (ουσ αρσ )
ectoplasmatico (επίθ.)
ecuadoriano (αρσ. επίθ και ουσ)
ecumene (θηλ.ουσ)
ecumenicità (θηλ.ουσ)
ecumenico (επίθ.)
ecumenismo (ουσ αρσ )
eczema (ουσ αρσ )
eczematoso (αρσ. επίθ και ουσ)
edace (επίθ.)
edelweiss (ουσ αρσ )
edema (ουσ αρσ )
edematico (επίθ.)
edematoso (αρσ. επίθ και ουσ)
eden (ουσ αρσ )
edenico (επίθ.)
edera (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---