Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


èctipo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈɛktipo]

1 αντίγραφο
2 έκτυπο


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ectasia ectipografia  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

economo (επίθ.)
ecoscandaglio (ουσ αρσ )
ecosistema (ουσ αρσ )
ecotipo (ουσ αρσ )
ectasia (θηλ.ουσ)
ectipo (ουσ αρσ )
ectipografia (θηλ.ουσ)
ectoderma (ουσ αρσ )
ectopia (θηλ.ουσ)
ectopico (επίθ.)
ectoplasma (ουσ αρσ )
ectoplasmatico (επίθ.)
ecuadoriano (αρσ. επίθ και ουσ)
ecumene (θηλ.ουσ)
ecumenicità (θηλ.ουσ)
ecumenico (επίθ.)
ecumenismo (ουσ αρσ )
eczema (ουσ αρσ )
eczematoso (αρσ. επίθ και ουσ)
edace (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---