Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


ecònomo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [eˈkɔnomo]

1 ταμίας (κολεγίου)
2 διαχειριστής
3 λογιστής
4 ταμίας συλλόγου
5 οικονομικός αξιωματούχος
6 οικονόμος

ecònomo  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [eˈkɔnomo]

1 ολιγοδάπανος
2 συνετός στα οικονομικά
3 οικονομικός
4 αποταμιευτικός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  economizzatore ecoscandaglio  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

economico (επίθ.)
economista (ουσ αρσ και θηλ.)
economizzare (ρ.αμτβ.)
economizzare (ρ. μτβ.)
economizzatore (ουσ αρσ )
economo (ουσ αρσ )
economo (επίθ.)
ecoscandaglio (ουσ αρσ )
ecosistema (ουσ αρσ )
ecotipo (ουσ αρσ )
ectasia (θηλ.ουσ)
ectipo (ουσ αρσ )
ectipografia (θηλ.ουσ)
ectoderma (ουσ αρσ )
ectopia (θηλ.ουσ)
ectopico (επίθ.)
ectoplasma (ουσ αρσ )
ectoplasmatico (επίθ.)
ecuadoriano (αρσ. επίθ και ουσ)
ecumene (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---