Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόeconomizzatóre
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [ekonomiddzaˈtore] 1 καταθέτης 2 αποταμιευτής 3 εξοικονομών permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |