Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


economizzatóre  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ekonomiddzaˈtore]

1 καταθέτης
2 αποταμιευτής
3 εξοικονομών


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  economizzare economo  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

economicità (θηλ.ουσ)
economico (επίθ.)
economista (ουσ αρσ και θηλ.)
economizzare (ρ.αμτβ.)
economizzare (ρ. μτβ.)
economizzatore (ουσ αρσ )
economo (ουσ αρσ )
economo (επίθ.)
ecoscandaglio (ουσ αρσ )
ecosistema (ουσ αρσ )
ecotipo (ουσ αρσ )
ectasia (θηλ.ουσ)
ectipo (ουσ αρσ )
ectipografia (θηλ.ουσ)
ectoderma (ουσ αρσ )
ectopia (θηλ.ουσ)
ectopico (επίθ.)
ectoplasma (ουσ αρσ )
ectoplasmatico (επίθ.)
ecuadoriano (αρσ. επίθ και ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---