Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόeconomizzàre
ρήμα αμετάβατο Προσφορά I.P.A.: [ekonomidˈdzare] 1 αποταμιεύω 2 αποθησαυρίζω 3 εξοικονομώ 4 οικονομώ economizzàre ρήμα μεταβατικό Προσφορά I.P.A.: [ekonomidˈdzare] ασκώ οικονομική πολιτική permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |