Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


econòmico  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [ekoˈnɔmiko]

1 (dell'economia) οικονομικός
2 (a buon prezzo) φτηνός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  economicità economista  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


annunci [αρσ. πλυθ.] economici = οι μικρές αγγελίες [f.] || classe [θηλ.] economica = η τουριστική θέση


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

econometrista (ουσ αρσ και θηλ.)
economia (θηλ.ουσ)
economicamente (επίρ.)
economicismo (ουσ αρσ )
economicità (θηλ.ουσ)
economico (επίθ.)
economista (ουσ αρσ και θηλ.)
economizzare (ρ.αμτβ.)
economizzare (ρ. μτβ.)
economizzatore (ουσ αρσ )
economo (ουσ αρσ )
economo (επίθ.)
ecoscandaglio (ουσ αρσ )
ecosistema (ουσ αρσ )
ecotipo (ουσ αρσ )
ectasia (θηλ.ουσ)
ectipo (ουσ αρσ )
ectipografia (θηλ.ουσ)
ectoderma (ουσ αρσ )
ectopia (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---