Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

dolomìte (θηλ.ουσ) domesticàre (ρ. μτβ.)
dolomìtico (επίθ.) domestichézza (θηλ.ουσ)
dolorànte (επίθ.) domesticità (θηλ.ουσ)
doloràre (ρ. μτβ. και αμετβ.) domèstico (ουσ αρσ )
dolóre (ουσ αρσ ) domèstico (επίθ.)
dolorìfico (επίθ.) domiciliàre (επίθ.)
doloróso (επίθ.) domiciliàre (ρ. μτβ. και αμετβ.)
dolosità (θηλ.ουσ) domiciliarsi (ρ.μ. (αντων.))
dolóso (επίθ.) domiciliàto (επίθ.)
domàbile (επίθ.) domiciliazióne (θηλ.ουσ)
domànda (θηλ.ουσ) domicìlio (ουσ αρσ )
domandàre (ρ. μτβ. και αμετβ.) dominàbile (επίθ.)
domàni (ουσ αρσ ) dominànte (θηλ.ουσ)
domàni (επίρ.) dominànte (επίθ.)
domàre (ρ. μτβ.) dominànza (θηλ.ουσ)
domàto (επίθ.) dominàre (ρ. μτβ. και αμετβ.)
domatóre (ουσ αρσ ) dominarsi (ρ.μ. (αντων.))
domattìna (επίρ.) dominatóre (αρσ. επίθ και ουσ)
domatùra (θηλ.ουσ) dominazióne (θηλ.ουσ)
doménica (θηλ.ουσ) domineddìo (ουσ αρσ )
domenicàle (επίθ.) dominicàle (θηλ. επίθ και ουσ)
domenicàna (θηλ.ουσ) dominicàno (αρσ. επίθ και ουσ)
domenicàno (ουσ αρσ ) domìnio (ουσ αρσ )
domèstica (θηλ.ουσ) dòmino (ουσ αρσ )
domesticàbile (επίθ.) dòmma (ουσ αρσ )

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: