Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

contemplazióne (θηλ.ουσ) contenutìsta (ουσ αρσ και θηλ.)
contemporaneaménte (επίρ.) contenutìstico (επίθ.)
contemporaneità (θηλ.ουσ) contenùto (αρσ. επίθ και ουσ)
contemporàneo (ουσ αρσ ) contenzióne (θηλ.ουσ)
contemporàneo (επίθ.) contenzióso (ουσ αρσ )
contendènte (ουσ αρσ και θηλ.) contenzióso (επίθ.)
contendènte (επίθ.) conterìe (θηλ. ουσ πληθ.)
contèndere (ρ.αμτβ.) contèrmine (επίθ.)
contèndere (ρ. μτβ.) conterràneo (αρσ. επίθ και ουσ)
contèndersi (ρ. μ. μτβ.) contésa (θηλ.ουσ)
contenènte (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.) contéso (επίθ.)
contenènza (θηλ.ουσ) contéssa (θηλ.ουσ)
contenére (ρ. μτβ.) contèssere (ρ. μτβ.)
contenérsi (ρ. μ. αμτβ.) contessìna (θηλ.ουσ)
conteniménto (ουσ αρσ ) contestàbile (επίθ.)
contenitóre (αρσ. επίθ και ουσ) contestàre (ρ. μτβ. και αμετβ.)
contentàbile (επίθ.) contestatàrio (ουσ αρσ )
contentàre (ρ. μτβ.) contestatàrio (επίθ.)
contentàrsi (ρ. μ. αμτβ.) contestatóre (ουσ αρσ )
contentatùra (θηλ.ουσ) contestatóre (επίθ.)
contentézza (θηλ.ουσ) contestazióne (θηλ.ουσ)
contentìno (ουσ αρσ ) contestimòne (ουσ αρσ και θηλ.)
contentìvo (επίθ.) contèsto (ουσ αρσ )
contènto (επίθ.) contestuàle (αρσ. επίθ και ουσ)
contenutìsmo (ουσ αρσ ) contestualizzazióne (θηλ.ουσ)

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: