Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόcontemporaneaménte
επίρρημα Προσφορά I.P.A.: [kontemporaneaˈmente] 1 ταυτοχρόνως 2 ταυτόχρονα permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |