Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


contemplàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [kontemˈplare]

1 εξετάζω
2 παρατηρώ
3 θεωρώ
4 ατενίζω
5 μελετώ


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  contemplabile contemplativo  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

contegno (ουσ αρσ )
contegnoso (επίθ.)
contemperamento (ουσ αρσ )
contemperare (ρ. μτβ.)
contemplabile (επίθ.)
contemplare (ρ. μτβ.)
contemplativo (αρσ. επίθ και ουσ)
contemplatore (ουσ αρσ )
contemplatore (επίθ.)
contemplazione (θηλ.ουσ)
contemporaneamente (επίρ.)
contemporaneità (θηλ.ουσ)
contemporaneo (ουσ αρσ )
contemporaneo (επίθ.)
contendente (ουσ αρσ και θηλ.)
contendente (επίθ.)
contendere (ρ.αμτβ.)
contendere (ρ. μτβ.)
contendersi (ρ. μ. μτβ.)
contenente (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---