Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


contegnóso  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [konteɲˈɲoso], [konteɲˈɲozo]

1 υπερήφανος
2 ακατάδεχτος
3 περήφανος
4 υπερόπτης
5 αξιοπρεπής
6 σοβαρός
7 περιορισμένος σε λόγια και πράξεις
8 επιφυλακτικός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  contegno contemperamento  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

conteggiamento (ουσ αρσ )
conteggiare (ρ.αμτβ.)
conteggiare (ρ. μτβ.)
conteggio (ουσ αρσ )
contegno (ουσ αρσ )
contegnoso (επίθ.)
contemperamento (ουσ αρσ )
contemperare (ρ. μτβ.)
contemplabile (επίθ.)
contemplare (ρ. μτβ.)
contemplativo (αρσ. επίθ και ουσ)
contemplatore (ουσ αρσ )
contemplatore (επίθ.)
contemplazione (θηλ.ουσ)
contemporaneamente (επίρ.)
contemporaneità (θηλ.ουσ)
contemporaneo (ουσ αρσ )
contemporaneo (επίθ.)
contendente (ουσ αρσ και θηλ.)
contendente (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---