Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


conteggiaménto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [kontedʤaˈmento]

1 συσσώρευση
2 λογαριασμός
3 καταμέτρηση


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  contea conteggiare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

contattare (ρ. μτβ.)
contatto (ουσ αρσ )
contattore (ουσ αρσ )
conte (ουσ αρσ )
contea (θηλ.ουσ)
conteggiamento (ουσ αρσ )
conteggiare (ρ.αμτβ.)
conteggiare (ρ. μτβ.)
conteggio (ουσ αρσ )
contegno (ουσ αρσ )
contegnoso (επίθ.)
contemperamento (ουσ αρσ )
contemperare (ρ. μτβ.)
contemplabile (επίθ.)
contemplare (ρ. μτβ.)
contemplativo (αρσ. επίθ και ουσ)
contemplatore (ουσ αρσ )
contemplatore (επίθ.)
contemplazione (θηλ.ουσ)
contemporaneamente (επίρ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---