Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόcontàtto
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [konˈtatto] η επαφή permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαlente [θηλ.] a contatto = ο φακός εναφής || tenersi in contatto = βρίσκομαι σε επαφή Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |