Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


contemplatìvo  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [kontemplaˈtivo]

1 αφοσιωμένος στα θεία
2 προσηλωμένος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  contemplare contemplatore  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

contegnoso (επίθ.)
contemperamento (ουσ αρσ )
contemperare (ρ. μτβ.)
contemplabile (επίθ.)
contemplare (ρ. μτβ.)
contemplativo (αρσ. επίθ και ουσ)
contemplatore (ουσ αρσ )
contemplatore (επίθ.)
contemplazione (θηλ.ουσ)
contemporaneamente (επίρ.)
contemporaneità (θηλ.ουσ)
contemporaneo (ουσ αρσ )
contemporaneo (επίθ.)
contendente (ουσ αρσ και θηλ.)
contendente (επίθ.)
contendere (ρ.αμτβ.)
contendere (ρ. μτβ.)
contendersi (ρ. μ. μτβ.)
contenente (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
contenenza (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---