Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


contemplatóre  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [kontemplaˈtore]

αφοσιωμένος στα θεία

contemplatóre  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [kontemplaˈtore]

Προσηλωμένος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  contemplativo contemplazione  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

contemperamento (ουσ αρσ )
contemperare (ρ. μτβ.)
contemplabile (επίθ.)
contemplare (ρ. μτβ.)
contemplativo (αρσ. επίθ και ουσ)
contemplatore (ουσ αρσ )
contemplatore (επίθ.)
contemplazione (θηλ.ουσ)
contemporaneamente (επίρ.)
contemporaneità (θηλ.ουσ)
contemporaneo (ουσ αρσ )
contemporaneo (επίθ.)
contendente (ουσ αρσ και θηλ.)
contendente (επίθ.)
contendere (ρ.αμτβ.)
contendere (ρ. μτβ.)
contendersi (ρ. μ. μτβ.)
contenente (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
contenenza (θηλ.ουσ)
contenere (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---