Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


contèndere  
ρήμα αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [konˈtɛndere]

1 καβγαδίζω
2 τσακώνομαι
3 διαμάχομαι
4 συναγωνίζομαι

contèndere  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [konˈtɛndere]

1 διεκδικώ
2 φιλονικώ
3 αμφισβητώ
4 αγωνίζομαι
5 ανταγωνίζομαι
6 διαγωνίζομαι

contèndersi  
ρήμα μέσο μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [konˈtɛndersi]

1 συναγωνίζομαι
2 διαγωνίζομαι
3 ανταγωνίζομαι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  contendente contenente  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

contemporaneità (θηλ.ουσ)
contemporaneo (ουσ αρσ )
contemporaneo (επίθ.)
contendente (ουσ αρσ και θηλ.)
contendente (επίθ.)
contendere (ρ.αμτβ.)
contendere (ρ. μτβ.)
contendersi (ρ. μ. μτβ.)
contenente (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
contenenza (θηλ.ουσ)
contenere (ρ. μτβ.)
contenersi (ρ. μ. αμτβ.)
contenimento (ουσ αρσ )
contenitore (αρσ. επίθ και ουσ)
contentabile (επίθ.)
contentare (ρ. μτβ.)
contentarsi (ρ. μ. αμτβ.)
contentatura (θηλ.ουσ)
contentezza (θηλ.ουσ)
contentino (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---