Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


contentìno  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [kontenˈtino]

1 δωροδοκία εξιλεωτική
2 συμβιβαστικό δώρο
3 έκτακτο χρηματικό ποσό πέραν του κανονικού
4 δώρο εξαγνισμού ή εξιλέωσης
5 μπόνους
6 έξτρα ποσό
7 δώρο σε υπάλληλο


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  contentezza contentivo  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

contentabile (επίθ.)
contentare (ρ. μτβ.)
contentarsi (ρ. μ. αμτβ.)
contentatura (θηλ.ουσ)
contentezza (θηλ.ουσ)
contentino (ουσ αρσ )
contentivo (επίθ.)
contento (επίθ.)
contenutismo (ουσ αρσ )
contenutista (ουσ αρσ και θηλ.)
contenutistico (επίθ.)
contenuto (αρσ. επίθ και ουσ)
contenzione (θηλ.ουσ)
contenzioso (ουσ αρσ )
contenzioso (επίθ.)
conterie (θηλ. ουσ πληθ.)
contermine (επίθ.)
conterraneo (αρσ. επίθ και ουσ)
contesa (θηλ.ουσ)
conteso (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---