Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


contésa  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [konˈtesa]

1 ανταγωνισμός
2 σημείο τριβής ή διαφοράς
3 καβγάς
4 συζήτηση
5 αντίθεση
6 φιλονικία
7 διαφωνία
8 διαμάχη
9 αμφισβήτηση
10 διεκδίκηση


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  conterraneo conteso  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

contenzioso (ουσ αρσ )
contenzioso (επίθ.)
conterie (θηλ. ουσ πληθ.)
contermine (επίθ.)
conterraneo (αρσ. επίθ και ουσ)
contesa (θηλ.ουσ)
conteso (επίθ.)
contessa (θηλ.ουσ)
contessere (ρ. μτβ.)
contessina (θηλ.ουσ)
contestabile (επίθ.)
contestare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
contestatario (ουσ αρσ )
contestatario (επίθ.)
contestatore (ουσ αρσ )
contestatore (επίθ.)
contestazione (θηλ.ουσ)
contestimone (ουσ αρσ και θηλ.)
contesto (ουσ αρσ )
contestuale (αρσ. επίθ και ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---