Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόcontestatóre
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [kontestaˈtore] 1 αντίπαλος 2 διαδηλωτής 3 αυτός που αμφισβητεί 4 διαμαρτυρόμενος contestatóre επίθετο Προσφορά I.P.A.: [kontestaˈtore] 1 διεκδικών 2 προκαλών permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |