Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


contèssere  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [konˈtɛssere]

1 υφαίνω μαζί
2 συνυφαίνω


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  contessa contessina  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

contermine (επίθ.)
conterraneo (αρσ. επίθ και ουσ)
contesa (θηλ.ουσ)
conteso (επίθ.)
contessa (θηλ.ουσ)
contessere (ρ. μτβ.)
contessina (θηλ.ουσ)
contestabile (επίθ.)
contestare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
contestatario (ουσ αρσ )
contestatario (επίθ.)
contestatore (ουσ αρσ )
contestatore (επίθ.)
contestazione (θηλ.ουσ)
contestimone (ουσ αρσ και θηλ.)
contesto (ουσ αρσ )
contestuale (αρσ. επίθ και ουσ)
contestualizzazione (θηλ.ουσ)
contezza (θηλ.ουσ)
conticino (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---