Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


contenzióne  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [kontenˈtsjone]

1 συνοχή
2 διατήρηση
3 κράτηση
4 επίσχεση


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  contenuto contenzioso  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

contento (επίθ.)
contenutismo (ουσ αρσ )
contenutista (ουσ αρσ και θηλ.)
contenutistico (επίθ.)
contenuto (αρσ. επίθ και ουσ)
contenzione (θηλ.ουσ)
contenzioso (ουσ αρσ )
contenzioso (επίθ.)
conterie (θηλ. ουσ πληθ.)
contermine (επίθ.)
conterraneo (αρσ. επίθ και ουσ)
contesa (θηλ.ουσ)
conteso (επίθ.)
contessa (θηλ.ουσ)
contessere (ρ. μτβ.)
contessina (θηλ.ουσ)
contestabile (επίθ.)
contestare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
contestatario (ουσ αρσ )
contestatario (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---