Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


contenutìsta  
ουσιαστικό αρσενικό και θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [kontenuˈtista]

1 καλλιτέχνης που δίνει έμφαση στο περιεχόμενο και όχι στη μορφή
2 αυτός που δίνει έμφαση στο περιεχόμενο και όχι στη μορφή


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  contenutismo contenutistico  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

contentezza (θηλ.ουσ)
contentino (ουσ αρσ )
contentivo (επίθ.)
contento (επίθ.)
contenutismo (ουσ αρσ )
contenutista (ουσ αρσ και θηλ.)
contenutistico (επίθ.)
contenuto (αρσ. επίθ και ουσ)
contenzione (θηλ.ουσ)
contenzioso (ουσ αρσ )
contenzioso (επίθ.)
conterie (θηλ. ουσ πληθ.)
contermine (επίθ.)
conterraneo (αρσ. επίθ και ουσ)
contesa (θηλ.ουσ)
conteso (επίθ.)
contessa (θηλ.ουσ)
contessere (ρ. μτβ.)
contessina (θηλ.ουσ)
contestabile (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---