Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


contentàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [kontenˈtare]

1 κάνω κάτι που θέλει άλλος
2 ενδίδω
3 δίνω ικανοποίηση
4 ικανοποιώ
5 ευχαριστώ
6 ευαρεστώ

contentàrsi  
ρήμα μέσο αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [kontenˈtarsi]

1 ευαρεστούμαι
2 ικανοποιούμαι
3 ευχαριστούμαι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  contentabile contentatura  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

contenere (ρ. μτβ.)
contenersi (ρ. μ. αμτβ.)
contenimento (ουσ αρσ )
contenitore (αρσ. επίθ και ουσ)
contentabile (επίθ.)
contentare (ρ. μτβ.)
contentarsi (ρ. μ. αμτβ.)
contentatura (θηλ.ουσ)
contentezza (θηλ.ουσ)
contentino (ουσ αρσ )
contentivo (επίθ.)
contento (επίθ.)
contenutismo (ουσ αρσ )
contenutista (ουσ αρσ και θηλ.)
contenutistico (επίθ.)
contenuto (αρσ. επίθ και ουσ)
contenzione (θηλ.ουσ)
contenzioso (ουσ αρσ )
contenzioso (επίθ.)
conterie (θηλ. ουσ πληθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---