ItalianoGreco


contentàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [kontenˈtare]

1 κάνω κάτι που θέλει άλλος
2 ενδίδω
3 δίνω ικανοποίηση
4 ικανοποιώ
5 ευχαριστώ
6 ευαρεστώ

contentàrsi  
ρήμα μέσο αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [kontenˈtarsi]

1 ευαρεστούμαι
2 ικανοποιούμαι
3 ευχαριστούμαι


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---