Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


contentatùra  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [kontentaˈtura]

1 ικανοποίηση
2 ευχαρίστηση


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  contentarsi contentezza  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

contenimento (ουσ αρσ )
contenitore (αρσ. επίθ και ουσ)
contentabile (επίθ.)
contentare (ρ. μτβ.)
contentarsi (ρ. μ. αμτβ.)
contentatura (θηλ.ουσ)
contentezza (θηλ.ουσ)
contentino (ουσ αρσ )
contentivo (επίθ.)
contento (επίθ.)
contenutismo (ουσ αρσ )
contenutista (ουσ αρσ και θηλ.)
contenutistico (επίθ.)
contenuto (αρσ. επίθ και ουσ)
contenzione (θηλ.ουσ)
contenzioso (ουσ αρσ )
contenzioso (επίθ.)
conterie (θηλ. ουσ πληθ.)
contermine (επίθ.)
conterraneo (αρσ. επίθ και ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---