Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


contemporàneo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [kontempoˈraneo]

ο ταυτόχρονος (-η)

contemporàneo  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [kontempoˈraneo]

σύγχρονος (-η, -ο)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  contemporaneità contendente  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

contemplatore (ουσ αρσ )
contemplatore (επίθ.)
contemplazione (θηλ.ουσ)
contemporaneamente (επίρ.)
contemporaneità (θηλ.ουσ)
contemporaneo (ουσ αρσ )
contemporaneo (επίθ.)
contendente (ουσ αρσ και θηλ.)
contendente (επίθ.)
contendere (ρ.αμτβ.)
contendere (ρ. μτβ.)
contendersi (ρ. μ. μτβ.)
contenente (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
contenenza (θηλ.ουσ)
contenere (ρ. μτβ.)
contenersi (ρ. μ. αμτβ.)
contenimento (ουσ αρσ )
contenitore (αρσ. επίθ και ουσ)
contentabile (επίθ.)
contentare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---