Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόcontemplazióne
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [kontemplatˈtsjone] 1 μελέτη 2 συγκέντρωση σε πνευματικά θέματα 3 προσήλωση permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |