Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

collinétta (θηλ.ουσ) colluttàre (ρ.αμτβ.)
collinóso (επίθ.) colluttarsi (ρ.μ. (αντων.))
collìrio (ουσ αρσ ) colluttazióne (θηλ.ουσ)
collisióne (θηλ.ουσ) collùvie (θηλ.ουσ)
còllo (ουσ αρσ ) cólma (θηλ.ουσ)
collocàbile (επίθ.) colmàre (ρ. μτβ.)
collocaménto (ουσ αρσ ) colmàta (θηλ.ουσ)
collocàre (ρ. μτβ.) colmatùra (θηλ.ουσ)
collocarsi (ρ.μ. (αντων.)) cólmo (ουσ αρσ )
collocazióne (θηλ.ουσ) colocàsia (θηλ.ουσ)
collòdio (ουσ αρσ ) colofóne (ουσ αρσ )
colloidàle (επίθ.) colofònia (θηλ.ουσ)
collòide (ουσ αρσ ) cologarìtmo (ουσ αρσ )
colloquiàle (επίθ.) colómba (θηλ.ουσ)
colloquiàre (ρ.αμτβ.) colombàccio (ουσ αρσ )
collòquio (ουσ αρσ ) colombàia (θηλ.ουσ)
collosità (θηλ.ουσ) colombàrio (ουσ αρσ )
collóso (επίθ.) colombèlla (θηλ.ουσ)
collotipìa (θηλ.ουσ) colombicoltóre (ουσ αρσ )
collotòrto (ουσ αρσ ) colombicoltùra (θηλ.ουσ)
collòttola (θηλ.ουσ) colombière (ουσ αρσ )
collùdere (ρ.αμτβ.) colombìna (θηλ.ουσ)
collusióne (θηλ.ουσ) colómbo (ουσ αρσ )
collusìvo (επίθ.) còlon (ουσ αρσ )
collutòrio (ουσ αρσ ) colònia (θηλ.ουσ)

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: