Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

aconfessionalità (θηλ.ουσ) acquàta (θηλ.ουσ)
aconitìna (θηλ.ουσ) àcqua–tèrra (επίθ.)
acònito, aconìto (ουσ αρσ ) acquàtico (αρσ. επίθ και ουσ)
àcoro (ουσ αρσ ) acquattàrsi (ρ. μ. αμτβ.)
acotilèdone (θηλ.ουσ) acquavìte (θηλ.ουσ)
acotilèdone (επίθ.) acquazzóne (ουσ αρσ )
àcqua (θηλ.ουσ) acquedótto (ουσ αρσ )
àcqua–àcqua (επίθ.) àcqueo (επίθ.)
àcqua–ària (επίθ.) acquerellàre (ρ. μτβ.)
acquafòrte (θηλ.ουσ) acquerellìsta (ουσ αρσ και θηλ.)
acquafortìsta (ουσ αρσ και θηλ.) acquerèllo (ουσ αρσ )
acquàio (ουσ αρσ ) acquerùgiola (θηλ.ουσ)
acquaiòlo (ουσ αρσ ) acquicoltùra (θηλ.ουσ)
acquaiòlo (επίθ.) acquidóccio (ουσ αρσ )
acquamarìna (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.) acquiescènte (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
acquamòrta (θηλ.ουσ) acquiescènza (θηλ.ουσ)
acquanàuta (ουσ αρσ και θηλ.) acquietàbile (επίθ.)
acquaplàno (ουσ αρσ ) acquietaménto (ουσ αρσ )
acquaràgia (θηλ.ουσ) acquietàre (ρ. μτβ.)
acquàrio (ουσ αρσ ) acquietàrsi (ρ. μ. αμτβ.)
acquartieraménto (ουσ αρσ ) acquìfero (επίθ.)
acquartieràre (ρ. μτβ.) acquirènte (ουσ αρσ και θηλ.)
acquartieràrsi (ρ. μ. αμτβ.) acquisìre (ρ. μτβ.)
acquasànta (θηλ.ουσ) acquisitìvo (επίθ.)
acquasantièra (θηλ.ουσ) acquisìto (επίθ.)

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: