Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

vìso (ουσ αρσ ) vitàle (αρσ. επίθ και ουσ)
visóne (ουσ αρσ ) vitalìsmo (ουσ αρσ )
visóre (ουσ αρσ ) vitalità (θηλ.ουσ)
vispézza (θηλ.ουσ) vitaliziàre (ρ. μτβ.)
vìspo (επίθ.) vitalìzio (ουσ αρσ )
vissùto (αρσ. επίθ και ουσ) vitalìzio (επίθ.)
vìsta (θηλ.ουσ) vitamìna (θηλ.ουσ)
vistàre (ρ. μτβ.) vitamìnico (επίθ.)
vìsto (ουσ αρσ ) vitaminizzàre (ρ. μτβ.)
vìsto (επίθ.) vitaminizzazióne (θηλ.ουσ)
visto che (σύνδ.) vitaminologìa (θηλ.ουσ)
Vìstola (κύρ.όν. θηλ.) vitando (επίθ.)
vistosaménte (επίρ.) vitàto (επίθ.)
vistosità (θηλ.ουσ) vìte (θηλ.ουσ)
vistóso (επίθ.) vitèlla (θηλ.ουσ)
visuàle (θηλ.ουσ) vitellìno (ουσ αρσ )
visuàle (επίθ.) vitellìno (επίθ.)
visualizzàre (ρ. μτβ.) vitèllo (ουσ αρσ )
visualizzatóre (αρσ. επίθ και ουσ) vitellóne (ουσ αρσ )
visualizzazióne (θηλ.ουσ) vitìccio (ουσ αρσ )
vìsus (ουσ αρσ ) vitìcolo (επίθ.)
vìta (θηλ.ουσ) viticoltóre (ουσ αρσ )
vitàccia (θηλ.ουσ) viticoltùra (θηλ.ουσ)
vitaiòlo (ουσ αρσ ) vitìfero (επίθ.)
vitàlba (θηλ.ουσ) vitìgno (ουσ αρσ )

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: