Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


visuàle  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [viˈzwale]

1 γραμμή όρασης
2 οπτική ευθεία
3 θέα
4 πανόραμα

visuàle  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [viˈzwale]

1 παραστατικός
2 εποπτικός
3 οπτικός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  vistoso visualizzare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

visto che (σύνδ.)
Vistola (κύρ.όν. θηλ.)
vistosamente (επίρ.)
vistosità (θηλ.ουσ)
vistoso (επίθ.)
visuale (θηλ.ουσ)
visuale (επίθ.)
visualizzare (ρ. μτβ.)
visualizzatore (αρσ. επίθ και ουσ)
visualizzazione (θηλ.ουσ)
visus (ουσ αρσ )
vita (θηλ.ουσ)
vitaccia (θηλ.ουσ)
vitaiolo (ουσ αρσ )
vitalba (θηλ.ουσ)
vitale (αρσ. επίθ και ουσ)
vitalismo (ουσ αρσ )
vitalità (θηλ.ουσ)
vitaliziare (ρ. μτβ.)
vitalizio (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---