ItalianoGreco


visuàle  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [viˈzwale]

1 γραμμή όρασης
2 οπτική ευθεία
3 θέα
4 πανόραμα

visuàle  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [viˈzwale]

1 παραστατικός
2 εποπτικός
3 οπτικός


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---